- εναντίον
- και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίονΜ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν])επίρρ.1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.)2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή σε κάτι4. αντιστρόφως, αντιθέτως προς κάτι5. (με άρθρο) τουναντίοναντιθέτως, αντιστρόφωςμσν.αλλιώς, ειδεμή («ὅσοι Ρωμαῑοι ἔχουν φέουδα νὰ τουρκεύουν καὶ τὰ παίρνουν, ἐνάντιο τὰ χάνουν», Έγγρ. 1637, Σάθας)2. (τοπικ.) απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά («σταίνουσιν οἱ δυο τωνε ἐνάντιον τὰ κοντάρια», Ιμπ.)3. (αναφορά) απέναντι σε κάποιον («ὅσα ἐφταίξαμεν ἐναντίον τοῡ Θεοῡ καὶ τῶν ἀνθρώπων», Ιερόθ.)αρχ.1. ενώπιον, μπροστά σε κάποιον (α. «τὸν ξεῑνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον», Ομήρ. Οδ.β. «ἐναντίον ἁπάντων λέγειν», Θουκ.)2. κατά πρόσωπο («αἰσχύνομαί σε προσβλέπειν εναντίον», Αισχ.)3. (με άρθρο) τοὐναντίονα) αντιθέτως, αντιστρόφωςβ) εξάλλου («ἤ πάλιν τοὐναντίον», Μένανδρ.).
Dictionary of Greek. 2013.